- απαυθημεριζω
- ἀπαυθημερίζωἀπ-αυθημερίζωвозвращаться в тот же день
(ἐπὴ τὸ στρατόπεδον Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐπὴ τὸ στρατόπεδον Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απαυθημερίζω — ἀπαυθημερίζω (Α) 1. κάνω κάτι την ίδια μέρα 2. μεταβαίνω σε κάποιον τόπο και επιστρέφω αυθημερόν … Dictionary of Greek
ἀπαυθημερίσαι — ἀπαυθημερίζω do on the same day aor inf act ἀπαυθημερίσαῑ , ἀπαυθημερίζω do on the same day aor opt act 3rd sg ἀπαυθημερίζω do on the same day aor inf act ἀπαυθημερίσαῑ , ἀπαυθημερίζω do on the same day aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαυθημερίζειν — ἀπαυθημερίζω do on the same day pres inf act (attic epic) ἀπαυθημερίζω do on the same day pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)